- εξαδραχμον
- ἑξάδραχμονἑξά-δραχμοντό сумма в шесть драхм
(πωλεῖν ἑξαδραχμοῦ Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πωλεῖν ἑξαδραχμοῦ Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἑξάδραχμον — sum of six drachmae neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαδράχμου — ἑξάδραχμον sum of six drachmae neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάδραχμος — η, ο (Α ἑξάδραχμον, το) νεοελλ. αυτός που έχει αξία έξι δραχμών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξάδραχμον το ποσό έξι δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + δραχμον < δραχμή] … Dictionary of Greek